ομβρίζω [om’vrizo]: (συν. στο 3 ενικό) βρέχει, υπάρχει διαρροή: ‘Ομπρίζει’ (υγροποιείται, βγάζει νερό). [< όμβρ(ος) -ίζω].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
ομβρίζω [om’vrizo]: (συν. στο 3 ενικό) βρέχει, υπάρχει διαρροή: ‘Ομπρίζει’ (υγροποιείται, βγάζει νερό). [< όμβρ(ος) -ίζω].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o