ολούθε [o’luθe]

ολούθε [o’luθe] (επίρρ.): παντού ή από παντού. [μσν. ολούθεν < όλ(ος) -θεν (δες στο -θε) κατά το πούθεν > πούθε].

Και: https://ilialang.gr/ουλούθε/


Δημοσιεύτηκε

σε

από