ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
ογλήγορος [o’γliγoros]
ογλήγορος, -η, -ο [o’γliγoros]: ο γρήγορος. [ο- + γρήγορος].
Δημοσιεύτηκε
24 Οκτωβρίου, 2019
σε
Ο
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΕΠΙΘΕΤΟ