ξυλογαϊδάρα, η [ksiloγai’ðara]

ξυλογαϊδάρα, η [ksiloγai’ðara]: α. εργαλείο για το κόψιμο του ξύλου. β. (μτφ.) η ψηλή γυναίκα. γ. τοπωνύμιο στο Αντρώνι. [< ξύλο + γαιδαρ(ος) –α].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από