ξιάλη, η [‘ksʝali]

ξιάλη, η [‘ksʝali]: γεωργικό εργαλείο για το όργωμα.

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από