ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
ξιάλα, η [‘ksiala]
ξιάλα, η [‘ksiala]: κοπτικό εργαλείο.
Δημοσιεύτηκε
24 Οκτωβρίου, 2019
σε
Ξ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
,
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
,
ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ