ΔΠΗ
ξεφουσαίνω [ksefu’seno]: κλάνω αθόρυβα, ανακουφίζομαι. [ξε- φουσ(κώνω) -αίνω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: