ξεφουσαίνω [ksefu’seno]

ξεφουσαίνω [ksefu’seno]: κλάνω αθόρυβα, ανακουφίζομαι. [ξε- φουσ(κώνω) -αίνω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: