ΔΠΗ
ξετσουτσουρίζω [ksetsutsu’rizo]: α. ξεπετάγομαι. β. μεγαλώνω (κυρίως για παιδιά).
Και: https://ilialang.gr/ξετσουτσουρνεύω-ksetsutsurnevo/
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: