ξεσκολίζω [ksesko’lizo]

ξεσκολίζω [ksesko’lizo]: αποφοιτώ από το σχολείο. [< ξε- σκολ(είο) –ίζω].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: