ξεροσταλίζω [kserosta’lizo]: ξεροσταλιάζω, στέκομαι κάπου για πολλή ώρα συνήθ. περιμένοντας κπ. ή κτ. με ανυπομονησία: M΄ άφησε να ~ με τις ώρες. [ξερο- + σταλι(ά)ζω ‘ξεροσταλιάζω΄ (αρχική σημ.: για πρόβατα που ξεκουράζονται το μεσημέρι) < ελνστ. στάλ(η) ‘χώρος συγκέντρωσης κοπαδιού΄ -ιάζω].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o