ξεπεταρούδι, το [ksepeta’ruði]: α. πουλάκι που μόλις αρχίζει να πετά. β. (μτφ.) παιδί που αρχίζει να μεγαλώνει, που δεν είναι πια νήπιο. [ξεπετ(ώ) -αρούδι].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
ξεπεταρούδι, το [ksepeta’ruði]: α. πουλάκι που μόλις αρχίζει να πετά. β. (μτφ.) παιδί που αρχίζει να μεγαλώνει, που δεν είναι πια νήπιο. [ξεπετ(ώ) -αρούδι].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες: