ΔΠΗ
ξενοτρώ [kseno’tro]: α. φιλοξενούμαι για φαγητό. β. (μτφ.) επωφελούμαι σεξουαλικά από παράνομη σχέση. [< ξέν(ος) –ο- τρώω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: