ΔΠΗ
ξελόντζα, η [kse’londza]: η καλύβα: ‘Έφτιαξε την ξελόντζα του δίπλα στα ζωντανά’.
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: