ξελημεριάζω [kselime’rʝazo]

ξελημεριάζω [kselime’rʝazo]: περνάω όλη τη μέρα μου στο λημέρι. [< ξε- (ο)λημερ(ίζω) –ιάζω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: