ξεκουμπίζω [kseku’mbizo]

ξεκουμπίζω [kseku’mbizo]: για κπ. που υποχρεώνεται να φύγει από κάπου, όπου είναι ανεπιθύμητος: ‘Ξεκουμπίσου γρήγορα από εδώ!’ [ίσως αρχ. ἐκκομίζω ‘μεταφέρω προς τα έξω΄ (ἐκ- > ξε-), [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και τροπή [m > mb] ;].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: