ξεθαρρεύουμαι [kseθa’revume]

ξεθαρρεύουμαι [kseθa’revume]: ξανοίγομαι, φέρομαι απερίσκεπτα: ‘Tα παιδιά ξεθάρρεψαν και άρχισαν να κολυμπούν στα βαθιά’. [ελνστ. ἐκθαρρ(ῶ) ‘παίρνω κουράγιο΄ μεταπλ. -εύουμαι (ἐκ- > ξε-)].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: