ξεγερεύω [kseγe’revo]

ξεγερεύω [kseγe’revo]: δυναμώνω ύστερα από κάποια αρρώστια.  [ξε- +γερεύω < γερός].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: