ξανάρτυγος [ksa’nartiγos]

ξανάρτυγος, -η, -ο [ksa’nartiγos]: α. φαγητό νηστίσιμο χωρίς λάδι. β. (μτφ.) ο άσημος, αδιάφορος. [ξ(ε)- αν(α)-  άρτ(ος) -ηγος].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από