ΔΠΗ
ξαμώνω [ksa’mono]: πλησιάζω: ‘Μην με ξαμώνεις, ε;’ [μσν. εξαμώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < έξαμ(ον) -ώνω < λατ. exam(en) ‘ζύγισμα, προσεχτική εξέταση΄ -ον].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: