ξάγναντο, το [‘ksaγnando]: ψηλό και περίοπτο μέρος από όπου μπορεί κανείς να αγναντέψει: ‘Βγήκε στο ξάγναντο’. [ξαγναντ(εύω) -ο (αναδρ. σχημ.)].
ξάγναντο, το [‘ksaγnando]
από
Ετικέτες:
ξάγναντο, το [‘ksaγnando]: ψηλό και περίοπτο μέρος από όπου μπορεί κανείς να αγναντέψει: ‘Βγήκε στο ξάγναντο’. [ξαγναντ(εύω) -ο (αναδρ. σχημ.)].
από
Ετικέτες: