ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
ντώνω [‘dono]
ντώνω [‘dono]: αφήνω, παρατάω, χαλαρώνω. [
(τε)ντώνω
].
http:ilialang.gr/wp-content/uploads/Ντώνω.mp3
Δημοσιεύτηκε
20 Νοεμβρίου, 2018
σε
Ν
από
admin
Ετικέτες:
ΡΗΜΑ