ντότι [‘doti]

ντότι [‘doti]: δηλώνει την άρνηση σε συγκεκριμένες εκφράσεις: ‘Δεν τον άκουσα ντότι’, ‘Δεν με συμπαθάς ντότι’, ‘Δεν θα τα βγάλεις πέρα ντότι με δαύτον’.

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από