ντόπρος [‘dopros]

ντόπρος, -α, -ο [‘dopros]: ο ίσιος, ο απονήρευτος. [σλαβ. dobăr, dobro ].

Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html


Δημοσιεύτηκε

σε

από