ντραφιάζομαι [dra’fçazome]

ντραφιάζομαι [dra’fçazome]: πέφτω κάτω, παραπατώ, πέφτω μέσα σε γράνα ή τάφρο: ‘Καθώς κατέβαινα, νταφριάστηκα κα και μήτε να σηκωθώ δεν μπόρηγα’. [ίσως, τάφρ(ος) -ιάζομαι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: