ΔΠΗ
ντράφος, ο [‘ndrafos]: μεγάλη γράνα, τάφρος. [λόγ. < αρχ. τάφρος].
Όπως και: https://ilialang.gr/τράφος-ο/
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: