ντράβαλα, τα [‘dravala]

ντράβαλα, τα [‘dravala]: μπελάδες, τραβήγματα: ‘Έχω ντράβαλα με την αστυνομία’. [παλ. ιταλ. travaglia ‘κουραστική δουλειά΄ (θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.) < ρ. travagliare < γαλλ. travailler ‘δουλεύω΄, αρχικά: ‘βασανίζω΄ (σύγκρ. δουλειά, δουλεύω) (ηχηροπ. [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα – ντομάτα) (μετακ. τόνου;)].

 


Δημοσιεύτηκε

σε

από