ντορβάς, ο [do’rvas]: σακούλι που κρεμιέται στο κεφάλι του ζώου για να τρώει καρπό. [τουρκ. torba ‘σακί΄-ς].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
ντορβάς, ο [do’rvas]: σακούλι που κρεμιέται στο κεφάλι του ζώου για να τρώει καρπό. [τουρκ. torba ‘σακί΄-ς].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες: