νταρντάνα, η [da’rdana]: γυναίκα μεγαλόσωμη, γεροδεμένη: ‘Είναι νταρντάνα αυτή’. [ιταλ. tartana ‘πλατύ φορτηγό καράβι, μεγαλόσωμη γυναίκα΄ με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-ta > tinda > tin-da] και αφομ. ηχηρ. [d-t > d-d] ].
Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf