νταμουνζάνα, η [damu’nzana]

νταμουνζάνα, η [damu’nzana]: μεγάλη μπουκάλα που την έχουν πλέξει με ψάθα. [ιταλ. damigiana < γαλλ. dame-jeanne (περιπαιχτικό) ‘κυρία Ιωάννα΄· λόγ επίδρ. με βάση το γαλλ. τύπο].

Και: https://ilialang.gr/τραμπουζάνα-η/


Δημοσιεύτηκε

σε

από