ντάνα, η [‘ndana]: στοίβα από όμοια αντικείμενα, συνήθ. εμπορεύματα: ‘Nτάνες ξύλου’. [ιταλ. tana ‘βαθιά τρύπα στο χώμα, λουρίδα υφάσματος΄, με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-ta > tinda > tin-da] ].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o