ντάκος, ο [‘dakos]

ντάκος, ο [‘dakos]: το υποστήριγμα. [βεν. taco ‘κομμάτι ξύλο ή μέταλλο για υποστήριξη΄ ].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από