νουρά, η [nu’ra]

νουρά, η [nu’ra]: ουρά. [ουρά με ανάπτ. αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [tin-ur > tinur > ti-nur] ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από