νετάρω [ne’taro]: α. αποτελειώνω μια δουλειά, τακτοποιώ μια υπόθεση· ξεμπερδεύω: ‘Nετάραμε με το ξεφόρτωμα’. β. (μτφ.) συντελώ στην οριστική καταστροφή κάποιου, τον αποτελειώνω. [βεν. netar -ω (ιταλ. nettare)].
Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf