νεροσφαγδάκλι, το [nerosfa’rðakli]: αυτός που πίνει πολύ νερό . [νερ(ό) –ο- + σφαρδάκλι (άγνωστης προέλευσης)].
νεροσφαγδάκλι, το [nerosfa’rðakli]
από
Ετικέτες:
νεροσφαγδάκλι, το [nerosfa’rðakli]: αυτός που πίνει πολύ νερό . [νερ(ό) –ο- + σφαρδάκλι (άγνωστης προέλευσης)].
από
Ετικέτες: