νεραϊδοπαρμένος [neraiðopa’rmenos]

νεραϊδοπαρμένος, -η, -ο [neraiðopa’rmenos]: εκείνος όπου του πήραν τον νου οι νεράιδες, τρελός. [νεράιδ(α) -ο- + παρμένος μππ. του παίρνω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: