μόρτης, ο [‘mortis]

μόρτης, ο [‘mortis], μόρτισσα, η [‘mortisa]: το αλάνι, το κουτσαβάκι. [ίσως τουρκ. (λαϊκ.) morti ‘πεθαμένος΄ < ιταλ. morti πληθ. της λ. morto ‘πεθαμένος΄· μόρτ(ης) -ισσα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από