μόμολο, το [‘momolo]

μόμολο, το [‘momolo]: ειρωνικός χαρακτηρισμός για μικρό παιδί, για γέρο ή γενικά για άνθρωπο ανίκανο να αντιμετωπίσει μια κατάσταση. [ιταλ. mommolo ‘μαλακό τηγανητό γλυκό από ρύζι΄].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από