ΔΠΗ
μόλεμα, το [‘molema]: η μόλυνση. [αρχ. μολ(ύνω) -εμα (διαφ. το αρχ. μολεύω ‘μεταφυτεύω΄)].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: