μυριστικό, το [miristi’ko]: αναφέρεται σε οποιοδήποτε αρωματικό φυτό (ρίγανη, θρούμπη, μαϊντανός, μάραθος, μακεδονήσι κ.λπ.). [μυρισ- (μυρίζω) -τικό].
μυριστικό, το [miristi’ko]
από
Ετικέτες:
μυριστικό, το [miristi’ko]: αναφέρεται σε οποιοδήποτε αρωματικό φυτό (ρίγανη, θρούμπη, μαϊντανός, μάραθος, μακεδονήσι κ.λπ.). [μυρισ- (μυρίζω) -τικό].
από
Ετικέτες: