μυλόπετρα, η [mi’lopetra]: καθεμιά από τις δύο κυλινδρικές πλάκες που χρησιμοποιούσαν στο μύλο για το άλεσμα των σιτηρών: ‘Πέτρινη μυλόπετρα’. [μύλ(ος) -ο- + πέτρα].
μυλόπετρα, η [mi’lopetra]
από
Ετικέτες:
μυλόπετρα, η [mi’lopetra]: καθεμιά από τις δύο κυλινδρικές πλάκες που χρησιμοποιούσαν στο μύλο για το άλεσμα των σιτηρών: ‘Πέτρινη μυλόπετρα’. [μύλ(ος) -ο- + πέτρα].
από
Ετικέτες: