ΔΠΗ
μυλαύλακο, το [mi’lavlako]: αυλάκι που οδηγεί το νερό στο μύλο. [μύ(λος) αυλάκ(ι) –ο].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: