μυλαύλακο, το [mi’lavlako]

μυλαύλακο, το [mi’lavlako]: αυλάκι που οδηγεί το νερό στο μύλο. [μύ(λος) αυλάκ(ι) –ο].


Δημοσιεύτηκε

σε

από