μπόκαλα, τα [‘bokala]: α. μικροί πέτρινοι βώλοι που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για το ομώνυμο παιχνίδι: ‘Όταν ήμασταν μικρά παίζαμε μπόκαλα. Τα ξέρεις;’ β. (μτφ.) για φαγητό που είναι σκληρό και άψητο: ‘Οι μελιτζάνες είναι μπόκαλα’.
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o