ΔΠΗ
μπρούκλης, ο [‘bruklis]: (μτφ.) ο ξενιτεμένος κουβαρντάς. [Μπρούκλ(ιν) -ης].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: