μπροστινέλα, η [brosti’nela]: η ζώνη του στήθους που κρατάει το σαμάρι. [μσν. μπροστέλα < εμπροστέλα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπροστ(ά) -έλα (ιταλ. υποκορ. επίθημα) ή < σλαβ. *prestela (πρβ. βουλγ. prestilka ‘ποδιά΄) παρετυμ. μπροστά· παρετυμ. μπροστινός].
μπροστινέλα, η [brosti’nela]
από
Ετικέτες: