μπροστέλα, η [bro’stela]

μπροστέλα, η [bro’stela]: η ποδιά της νοικοκυράς. [μσν. μπροστέλα < εμπροστέλα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπροστ(ά) -έλα (ιταλ. υποκορ. επίθημα) ή < σλαβ. *prestela (πρβ. βουλγ. prestilka ‘ποδιά’) παρετυμ. μπροστά· παρετυμ. μπροστινός].

Όπως και: https://ilialang.gr/μπροστομούνι-το-brostomuɲi/

Και: https://ilialang.gr/μπροστομούνα-η-brostomuna/


Δημοσιεύτηκε

σε

από