μπούλμπερη, η [‘bulberi]

μπούλμπερη, η [‘bulberi]: σκόνη. ‘Έγιναν όλα στάχτη και μπούλμπερη’. [μσν. πούλβερ(ις) -η < ιταλ. polver(e) κατά το σκόνη ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )].


Δημοσιεύτηκε

σε

από