μπουχλάμι [bu’xlami]

μπουχλάμι [bu’xlami]: (επιρρ. τροπικό) φτάνει πια: ‘Μπουχλάμι σ’έχω’ (μου κάθεσαι στο στομάχι).


Δημοσιεύτηκε

σε

από