μπουχίζω [bu’xizo]: ραντίζω, καταβρέχω με υγρό. [μπουχ(ός) -ίζω < σλαβ. puh -ός κατά το κουρνιαχτός (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )].
Όπως και: https://ilialang.gr/μπουχάω-μπουχίζω/
Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html