μπουχάω [bu’xao]: ραντίζω, καταβρέχω με υγρό. [μπουχ(ός) -άω < σλαβ. puh -ός κατά το κουρνιαχτός (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )].
μπουχάω [bu’xao]: ραντίζω, καταβρέχω με υγρό. [μπουχ(ός) -άω < σλαβ. puh -ός κατά το κουρνιαχτός (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )].