μπουρτζόβλαχος, ο [bur’dzovlaxos]

μπουρτζόβλαχος, ο [bur’dzovlaxos]: (μειωτ.) αγροίκος, απολίτιστος άνθρωπος. [μπούρτζ(ι) -ο- + βλάχος, ίσως από την έννοια ‘καστροφύλακας΄].


Δημοσιεύτηκε

σε

από